- εἰκοσάμηνος
- εἰκοσά-μηνος, ον,A twenty months old, AP7.662 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εικοσάμηνος — η, ο (AM εἰκοσάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών 2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες 3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο διάστημα είκοσι μηνών … Dictionary of Greek
εικοσάμηνος — η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια είκοσι μηνών. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσάμηνο χρονικό διάστημα είκοσι μηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκοσάμηνον — εἰκοσάμηνος twenty months old masc/fem acc sg εἰκοσάμηνος twenty months old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
εικοσα- — και εικοσι , α συνθετ. λέξεων, που δείχνει ότι η έννοια του β συνθετ. υπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές: Εικοσάμηνος, εικοσάδραχμο, εικοσιένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)